- μονόγονος
- μονό-γονος, u. p. μουνόγονος, allein, einzeln geboren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόγονος — και επικ. τ. μουνόγονος, η, ον (Α) 1. μονογενής, μοναχοπαίδι 2. προσωνυμία τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γόνος] … Dictionary of Greek
μονόγονον — μονόγονος only born masc acc sg μονόγονος only born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογονία — η [μονόγονος] 1. η γένεση ενός νεογνού σε κάθε τοκετό 2. (θιολ.) αγενής δηλ. αφυλετική , αναπαραγωγή, οπότε αποσπάται από το γονικό σώμα ένα τμήμα του και αναπτύσσεται μόνο του σε όμοιο οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγονος] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μουνόγονος — μουνόγονος, ον (Α) ιων. τ. βλ. μονόγονος … Dictionary of Greek